- πένθος
- το, ΝΜΑβαθιά θλίψη, μεγάλη ψυχική οδύνη που οφείλεται σε συμφορά και, ιδίως, στον θάνατο προσφιλούς προσώπουνεοελλ.1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πενθηφορεί κάποιος, δηλαδή φέρει τα εξωτερικά σημεία τού πένθους, όπως λ.χ. μαύρα ρούχα, μαύρη ταινία στον βραχίονα κ.ά.2. εξωτερικό σημείο δηλωτικό τού πένθους3. φρ. «εθνικό πένθος» — κατάσταση πένθους που κηρύσσεται επίσημα από την κυβέρνηση σε ολόκληρη την επικράτεια ύστερα από τον θάνατο μεγάλων προσωπικοτήτων ή μετά από θλιβερά συμβάντα πανεθνικής κλίμακας και σημασίαςαρχ.1. δυστύχημα, ατύχημα («τὸ δὲ τοῡ ἑταίρου πένθος ἄξιον ἦν δακρύων», Ηρόδ.)2. (για πρόσ.) αθλιότητα, δυστυχία («φίλοις μέγα πένθος ηὔρηται», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πενθ- (βλ. λ. πάσχω)].
Dictionary of Greek. 2013.